Πελασγίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Πελασγίς < Πελασγός

Ουσιαστικό

Πελασγίς-ίδος

  1. Πελασγικός
    ἀπὸ δὲ ταύτης διὰ Θήβης πεδίου ἐπορεύετο, Ἀδραμύττειόν τε πόλιν καὶ Ἄντανδρον τὴν Πελασγίδα παραμειβόμενος. : απο εκεί πορεύτηκε απο την πεδιάδα της Θήβας και πέρασε απο το Αδραμύττιο και την πελασγική πόλη Άντανδρο (Ηρόδ. Ιστ. Πολύμνια (7ο) 42)
  2. όλη η περιοχή της Μυσίας (βορειοδυτική Μικρά Ασία) την οποία βρίσκονται και οι προαναφερόμενες πόλεις, Άνταντρο και το Αδραμύττιο (σημερινό Edremit στα τουρκικά)
  3. επίθετο της θεάς Ήρας στη Θεσσαλία και στη Σάμο
  4. επίθετο της θεάς Δήμητρας στο Άργος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.