Πελασγιώτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πελασγιώτης οἱ Πελασγιῶται
      γενική τοῦ Πελασγιώτου τῶν Πελασγιωτῶν
      δοτική τῷ Πελασγιώτ τοῖς Πελασγιώταις
    αιτιατική τὸν Πελασγιώτην τοὺς Πελασγιώτᾱς
     κλητική ! Πελασγιῶτ Πελασγιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πελασγιώτ
γεν-δοτ τοῖν  Πελασγιώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πελασγιώτης < Πελασγ(ός) + -ιώτης

Ουσιαστικό

Πελασγιώτης αρσενικό (θηλυκό Πελασγιῶτις, Πελασγίς) και ως επίθετο

Σημειώσεις

  • Κατά τον Σιμωνίδη και τον Στράβωνα οι Πελασγιώτες αποκαλούνταν επίσης Λαπίθες και Περαιβοί, επειδή ζούσαν γειτονικά με απογόνους αυτών των φύλων

Συγγενικά

  • Πελάσγιος

 και δείτε τη λέξη Πελασγός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.