ουγγρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουγγρικός | η | ουγγρική | το | ουγγρικό |
| γενική | του | ουγγρικού | της | ουγγρικής | του | ουγγρικού |
| αιτιατική | τον | ουγγρικό | την | ουγγρική | το | ουγγρικό |
| κλητική | ουγγρικέ | ουγγρική | ουγγρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουγγρικοί | οι | ουγγρικές | τα | ουγγρικά |
| γενική | των | ουγγρικών | των | ουγγρικών | των | ουγγρικών |
| αιτιατική | τους | ουγγρικούς | τις | ουγγρικές | τα | ουγγρικά |
| κλητική | ουγγρικοί | ουγγρικές | ουγγρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /uŋ.ɡɾiˈkos/
Μεταφράσεις
ουγγρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.