Καινουργιοχωρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καινουργιοχωρίτης οι Καινουργιοχωρίτες
      γενική του Καινουργιοχωρίτη των Καινουργιοχωριτών
    αιτιατική τον Καινουργιοχωρίτη τους Καινουργιοχωρίτες
     κλητική Καινουργιοχωρίτη Καινουργιοχωρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καινουργιοχωρίτης < Καινούργια Χώρα + -ίτης

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.nuɾ.ʝo.xoˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καινουργιοχωρίτης

Κύριο όνομα

Καινουργιοχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Καινουργιοχωρίτισσα)

  • (ιστορία, πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί στην Καινούργια Χώρα των Χανίων ή γεννήθηκε εκεί
      Αυτόν, λοιπόν, τον επιστήμονα «αγγαρεύουν» οι Καινουργιοχωρίτες, οι υπεύθυνοι για την ανέγερση του ναού.
    π. Αντώνιος Σαπουνάκης, «Το κτίσιμο του “μοναστηρίου” των αγίων Κωνσταντίνου κοι Ελένης της Καινούργιας Χώρας Χανίων», στο: Γιώργος Πιτσιτάκης, Αργυρώ Μαυρεδάκη & Γιάννης Καλογεράκης (επιμ.), Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα (Χανιά: Δήμος Χανίων, 2012, ISBN 978-960-89099-1-5), σ. 239.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.