Καινούργια Χώρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Καινούργια Χώρα < → δείτε τις λέξεις καινούργιος και Χώρα
Κύριο όνομα
Καινούργια Χώρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιστορία) συνώνυμο του Νέα Χώρα· ιστορική ονομασία της συνοικίας των Χανίων
- ※ Κάποτε το μεσημβρινό τμήμα της Καινούργιας Χώρας δεν ξεχώριζε από τον κάμπο των Χανίων. Ήταν συνέχειά του.
- Αργυρώ Μαυρεδάκη, «Τα όρια», στο: Γιώργος Πιτσιτάκης, Αργ. Μαυρεδάκη & Γιάννης Καλογεράκης (επιμ.), Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα (Χανιά: Δήμος Χανίων, 2012, ISBN 978-960-89099-1-5), σ. 8.
- ※ Κάποτε το μεσημβρινό τμήμα της Καινούργιας Χώρας δεν ξεχώριζε από τον κάμπο των Χανίων. Ήταν συνέχειά του.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Καινούργια Χώρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.