Χανιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Χανιά
      γενική των Χανίων
    αιτιατική τα Χανιά
     κλητική Χανιά
όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χανιά < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν από το χάνι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χανιά

Κύριο όνομα

Χανιά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.