Νεοχωρίτη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Νεοχωρίτη < γενική ενικού του αρσενικού Νεοχωρίτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Neochoriti
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Νεοχωρίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Νεοχωρίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.