Μποτσουάνα

Η σημαία της Μποτσουάνας.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μποτσουάνα
      γενική της Μποτσουάνας
    αιτιατική την Μποτσουάνα
     κλητική Μποτσουάνα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
H θέση της Μποτσουάνας στην Αφρική.

Ετυμολογία

Μποτσουάνα < αγγλική Botswana < bo- (< τσουάνα bo-) + Tswana (τσουάνα Tswana)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /bo.t͡suˈa.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μποτσουάνα

Κύριο όνομα

Μποτσουάνα θηλυκό (κλιτό ή άκλιτο)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.