πούλα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πού‐λα
-
πούλα στη Βικιπαίδεια

Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πούλα | οι | πούλες |
| γενική | της | πούλας | των | πουλών |
| αιτιατική | την | πούλα | τις | πούλες |
| κλητική | πούλα | πούλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- πούλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό 2
πούλα θηλυκό
Πηγές
- πούλα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.