πούλα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πούλα

Ετυμολογία 1

πούλα < αγγλική pula < τσουάνα pula

Ουσιαστικό 1

πούλα ουδέτερο άκλιτο

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πούλα οι πούλες
      γενική της πούλας των πουλών
    αιτιατική την πούλα τις πούλες
     κλητική πούλα πούλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πούλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό 2

πούλα θηλυκό

  • (παρωχημένο) είδος ψωμιού με σχήμα τόξου
      Πούλα ( ἡ )· εἶδος ἄρτου, τόξου ἔχοντος σχῆμα. Διὸ λέγεται καὶ δοξάρι, ἐνίοτε ἔχει καὶ τὸ σχῆμα πουλάδας «πασχαλιάτικη πούλα» κατὰ τὸ πάσχα ἐν χρήσει (Πανδώρα σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος 15, 1865, σελ. 33 )

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πούλα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Ρηματικός τύπος

πούλα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.