μεσόγειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσόγειος | η | μεσόγεια | το | μεσόγειο |
| γενική | του | μεσόγειου | της | μεσόγειας | του | μεσόγειου |
| αιτιατική | τον | μεσόγειο | τη | μεσόγεια | το | μεσόγειο |
| κλητική | μεσόγειε | μεσόγεια | μεσόγειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσόγειοι | οι | μεσόγειες | τα | μεσόγεια |
| γενική | των | μεσόγειων | των | μεσόγειων | των | μεσόγειων |
| αιτιατική | τους | μεσόγειους | τις | μεσόγειες | τα | μεσόγεια |
| κλητική | μεσόγειοι | μεσόγειες | μεσόγεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεσόγειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεσόγαιος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈso.ʝi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σό‐γει‐ος
Επίθετο
μεσόγειος, -α, -ο
- που βρίσκεται στο εσωτερικό μιας χώρας
Συγγενικά
- Μεσόγεια (τοπωνύμιο)
- μεσογειακός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μεσόγειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.