μετεωρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετεωρικός η μετεωρική το μετεωρικό
      γενική του μετεωρικού της μετεωρικής του μετεωρικού
    αιτιατική τον μετεωρικό τη μετεωρική το μετεωρικό
     κλητική μετεωρικέ μετεωρική μετεωρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετεωρικοί οι μετεωρικές τα μετεωρικά
      γενική των μετεωρικών των μετεωρικών των μετεωρικών
    αιτιατική τους μετεωρικούς τις μετεωρικές τα μετεωρικά
     κλητική μετεωρικοί μετεωρικές μετεωρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. μετεωρικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική météorique[1] < météore (=μετέωρο) + -ique (=-ικός)
  2. μετεωρικός < Μετέωρα + -ικός

Επίθετο

μετεωρικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με το μετέωρο ή τον μετεωρίτη ή αναφέρεται σ' αυτά
  2. (λόγιο) που έχει σχέση με τα Μετέωρα ή αναφέρεται σ' αυτά
    άλλες μορφές: μετεωρίτικος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.