κτίτωρ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κτίτωρ οἱ κτίτορες
      γενική τοῦ κτίτορος τῶν κτιτόρων
      δοτική τῷ κτίτορι τοῖς κτίτορσι(ν)
    αιτιατική τὸν κτίτορα τοὺς κτίτορας
     κλητική ! ...?...ορ κτίτορες
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτίτωρ < λανθασμένη γραφή του κτήτωρ από επίδραση του κτίζω

Ουσιαστικό

κτίτωρ, -ορος αρσενικό

  1. άλλη μορφή του κτίστωρ (στον Τζέτζη 12ος αιώνας, επιμ. Bekker), ο κτίστης
  2. άλλη μορφή του κτήτωρ ο κτίτορας ή κτήτορας, ο ιδρυτής ναού, μονής ή (ιερού) ιδρύματος
    ὁ δὲ ᾿Ιουστινιανὸς τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ κτίτωρ κατεκάλλυνεν αὐτὸν τὸν ἅγιον ᾿Ακάκιον ( Ψευδο-Κοδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 3, 18, 4)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.