κτίτωρ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κτίτωρ | οἱ | κτίτορες | ||||
| γενική | τοῦ | κτίτορος | τῶν | κτιτόρων | ||||
| δοτική | τῷ | κτίτορι | τοῖς | κτίτορσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | κτίτορα | τοὺς | κτίτορας | ||||
| κλητική ὦ! | ...?...ορ | κτίτορες | ||||||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ουσιαστικό
κτίτωρ, -ορος αρσενικό
- άλλη μορφή του κτίστωρ (στον ⌘Τζέτζη 12ος αιώνας, επιμ. Bekker), ο κτίστης
- άλλη μορφή του κτήτωρ ο κτίτορας ή κτήτορας, ο ιδρυτής ναού, μονής ή (ιερού) ιδρύματος
- ὁ δὲ ᾿Ιουστινιανὸς τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ κτίτωρ κατεκάλλυνεν αὐτὸν τὸν ἅγιον ᾿Ακάκιον (⌘ Ψευδο-Κοδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 3, 18, 4)
Πηγές
- κτίτωρ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κτίτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.