Μετέωρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Μετέωρο | τα | Μετέωρα |
| γενική | του | Μετεώρου & Μετέωρου |
των | Μετεώρων |
| αιτιατική | το | Μετέωρο | τα | Μετέωρα |
| κλητική | Μετέωρο | Μετέωρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Μετέωρο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη Μετέωρα
- το μοναστήρι του Μεγάλου Μετεώρου, το Μεγάλο Μετέωρο
Μεταφράσεις
- Ο κτίτωρ της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Μεγάλου Μετεώρου, όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης, πρωτοέδωσε το όνομα αυτό στα 1340 μ.Χ. στον «Πλατύ Λίθο», τον βράχο του Μεγάλου Μετεώρου· στη συνέχεια η ονομασία επεκτάθηκε σε όλους του βράχους καθώς και στα μοναστήρια που είναι χτισμένα επάνω τους. «Ἐάσας οὖν τὸν στύλον δ' Ἀθανάσιος πρὸς τὸ μετέωρον ἔρχεται. Οὕτω γὰρ παρ' αὐτοῦ ὁ πλατύλιθος μετωνόμασται». (Κώδικας Μεταμορφώσεως 404)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.