Καυκάσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καυκάσιος | οι | Καυκάσιοι |
| γενική | του | Καυκασίου & Καυκάσιου |
των | Καυκασίων |
| αιτιατική | τον | Καυκάσιο | τους | Καυκασίους & Καυκάσιους |
| κλητική | Καυκάσιε | Καυκάσιοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καυκάσιος < ελληνιστική κοινή Καυκάσιος < Καύκασος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kafˈka.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καυ‐κά‐σι‐ος
Κύριο όνομα
Καυκάσιος (θηλυκό Καυκάσια)
- (εθνικό όνομα) άτομο το οποίο κατάγεται ή κατοικεί στον Καύκασο
- ※ Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να έρθουν στην Ελλάδα, στις αρχές του 1920, με παρότρυνση του ελληνικού κράτους και της τότε κυβέρνησης Βενιζέλου. Οι πρώτες συζητήσεις για την εγκατάσταση των Καυκασίων στην Ελλάδα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1919, όταν δημιουργήθηκε το Διαρκές Γενικό Συμβούλιο Ποντίων Ελλήνων, το οποίο συμφώνησε τελικά με την αναγκαιότητα της μετανάστευσης των Ελλήνων του Καρς, παρά τις αρχικές διαφωνίες μεταξύ των μελών για την παραμονή τους στις εστίες τους και την ένταξη στο σχεδιαζόμενο κράτος του Πόντου. Είχαν ήδη προηγηθεί 3.260 Καυκάσιοι που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία το 1915.
- Σπύρος Κουζινόπουλος, Το δράμα των Καυκάσιων προσφύγων ανείπωτη τραγωδία, efsyn.gr, 9 Ιανουαρίου 2021
- ※ Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να έρθουν στην Ελλάδα, στις αρχές του 1920, με παρότρυνση του ελληνικού κράτους και της τότε κυβέρνησης Βενιζέλου. Οι πρώτες συζητήσεις για την εγκατάσταση των Καυκασίων στην Ελλάδα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1919, όταν δημιουργήθηκε το Διαρκές Γενικό Συμβούλιο Ποντίων Ελλήνων, το οποίο συμφώνησε τελικά με την αναγκαιότητα της μετανάστευσης των Ελλήνων του Καρς, παρά τις αρχικές διαφωνίες μεταξύ των μελών για την παραμονή τους στις εστίες τους και την ένταξη στο σχεδιαζόμενο κράτος του Πόντου. Είχαν ήδη προηγηθεί 3.260 Καυκάσιοι που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία το 1915.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Καύκασος
Μεταφράσεις
Καυκάσιος
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καύκασος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Καυκάσιος | οἱ | Καυκάσιοι | ||||
| γενική | τοῦ | Καυκασίου | τῶν | Καυκασίων | ||||
| δοτική | τῷ | Καυκασίῳ | τοῖς | Καυκασίοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Καυκάσιον | τοὺς | Καυκασίους | ||||
| κλητική ὦ! | Καυκάσιε | Καυκάσιοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Καυκασίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Καυκασίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Καυκάσιος < αρχαία ελληνική Καύκασ(ος) + -ιος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Καύκασος
Πηγές
- Καυκάσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.