Καυκασίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Καυκασίς αἱ Καυκασίδες
      γενική τῆς Καυκασίδος τῶν Καυκασίδων
      δοτική τῇ Καυκασίδ ταῖς Καυκασίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Καυκασίδ τὰς Καυκασίδᾰς
     κλητική ! Καυκασίς* Καυκασίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καυκασίδε
γεν-δοτ τοῖν  Καυκασίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καυκασίς < αρχαία ελληνική Καύκασ(ος) + -ίς

Ουσιαστικό

Καυκασίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.