Καραγκούνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καραγκούνης | οι | Καραγκούνηδες |
| γενική | του | Καραγκούνη | των | Καραγκούνηδων |
| αιτιατική | τον | Καραγκούνη | τους | Καραγκούνηδες |
| κλητική | Καραγκούνη | Καραγκούνηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈɡu.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐γκού‐νης
Ετυμολογία 1
Κύριο όνομα
Καραγκούνης αρσενικό (θηλυκό Καραγκούνα ή Καραγκούνισσα)
- (πατριδωνυμικό, παρωχημένο) μέλος της αρβανιτοβλάχικης γλωσσικής κοινότητας στην Ακαρνανία
- (πατριδωνυμικό) Θεσσαλός γεωργοκτηνοτρόφος της περιοχής των Τρικάλων και της Καρδίτσας
Συγγενικά
Συνώνυμα
- Ριμένος (αρβανιτόβλαχος της Ακαρνανίας)
Μεταφράσεις
Καραγκούνης
Ετυμολογία 2
- Καραγκούνης < πατριδωνυμικό Καραγκούνης
- Καραγγούνης (σπανιότερο)
-
Γιώργος Καραγκούνης στη Βικιπαίδεια
(γενν. 1977), Έλληνας ποδοσφαιριστής
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Карагунис
- λατινικοί χαρακτήρες: Karagounis
Αναφορές
- καραγκούνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.