αρβανιτοβλάχικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρβανιτοβλάχικος | η | αρβανιτοβλάχικη | το | αρβανιτοβλάχικο |
| γενική | του | αρβανιτοβλάχικου | της | αρβανιτοβλάχικης | του | αρβανιτοβλάχικου |
| αιτιατική | τον | αρβανιτοβλάχικο | την | αρβανιτοβλάχικη | το | αρβανιτοβλάχικο |
| κλητική | αρβανιτοβλάχικε | αρβανιτοβλάχικη | αρβανιτοβλάχικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρβανιτοβλάχικοι | οι | αρβανιτοβλάχικες | τα | αρβανιτοβλάχικα |
| γενική | των | αρβανιτοβλάχικων | των | αρβανιτοβλάχικων | των | αρβανιτοβλάχικων |
| αιτιατική | τους | αρβανιτοβλάχικους | τις | αρβανιτοβλάχικες | τα | αρβανιτοβλάχικα |
| κλητική | αρβανιτοβλάχικοι | αρβανιτοβλάχικες | αρβανιτοβλάχικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρβανιτοβλάχικος < αρβανιτόβλαχος + -ικος
Επίθετο
αρβανιτοβλάχικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τους αρβανιτόβλαχους, ανήκει, αναφέρεται σε ή προέρχεται απο αυτούς.
- αρβανιτοβλαχικός
- αρβαντοβλάχικος (ιδιωματικό)
- κουτσοβλάχικος
- βλαχομογλενίτικος
Μεταφράσεις
αρβανιτοβλάχικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.