Καρδίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καρδίτσα | οι | Καρδίτσες |
| γενική | της | Καρδίτσας | — | |
| αιτιατική | την | Καρδίτσα | τις | Καρδίτσες |
| κλητική | Καρδίτσα | Καρδίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- Καρδιτσιώτης / Καρδιτσαίος
- καρδιτσιώτικα
- καρδιτσιώτικος / καρδιτσαίος
- Καρδιτσιώτισσα / Καρδιτσαία
- → δείτε τη λέξη Γαρδίκι
-
Καρδίτσα στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Γεώργιος Λεβενιώτης, «Τα γλωσσικά κατάλοιπα (οικωνύμια, τοπωνύμια, δάνεια προσηγορικά) ως ιστορική πηγή για τη μεσαιωνική σλαβική παρουσία στον ελλαδικό χώρο», црквене студије (Εκκλησιαστικές σπουδές), 15 (2018) 660.
- https://smerdaleos.wordpress.com
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.