γεωργοκτηνοτρόφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | γεωργοκτηνοτρόφος | οι | γεωργοκτηνοτρόφοι |
| γενική | του/της | γεωργοκτηνοτρόφου | των | γεωργοκτηνοτρόφων |
| αιτιατική | τον/τη | γεωργοκτηνοτρόφο | τους/τις | γεωργοκτηνοτρόφους |
| κλητική | γεωργοκτηνοτρόφε | γεωργοκτηνοτρόφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γεωργοκτηνοτρόφος < γεωργ(ός) + -ο- + κτηνοτρόφος
Μεταφράσεις
γεωργοκτηνοτρόφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.