γούνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γούνα οι γούνες
      γενική της γούνας
    αιτιατική τη γούνα τις γούνες
     κλητική γούνα γούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γούνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γούνα < υστερολατινική gunna[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣu.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γούνα

Ουσιαστικό

γούνα θηλυκό

  1. το πλούσιο και απαλό τρίχωμα μερικών ζώων
  2. ρούχο από γούνα ζώου, γουναρικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.