Καππαδοκία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καππαδοκία | οι | Καππαδοκίες |
| γενική | της | Καππαδοκίας | των | Καππαδοκιών |
| αιτιατική | την | Καππαδοκία | τις | Καππαδοκίες |
| κλητική | Καππαδοκία | Καππαδοκίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Αερόστατα στην Καππαδοκία
Ετυμολογία
- Καππαδοκία < αρχαία ελληνική Καππαδοκία[1] < αρχαία περσική 𐎣𐎫𐎱𐎬𐎢𐎣 (katpatuka)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.pa.ðoˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καπ‐πα‐δο‐κί‐α
Κύριο όνομα
Καππαδοκία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- αρχαία χώρα στη Μικρά Ασία, περιοχή της Τουρκίας
- ※ Η Καππαδοκία είναι από τα λίγα μέρη στον κόσμο που προσφέρουν απόκοσμες εικόνες και αυθεντικές εμπειρίες που σε γυρίζουν πίσω στον χρόνο, χωρίς να χρειαστεί να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι για να τις ζήσεις.
- Μαρίνα Παπατσώνη, Καππαδοκία: Εμπειρία ζωής, Η Καθημερινή, 16 Μαΐου 2019
- ※ Η Καππαδοκία είναι από τα λίγα μέρη στον κόσμο που προσφέρουν απόκοσμες εικόνες και αυθεντικές εμπειρίες που σε γυρίζουν πίσω στον χρόνο, χωρίς να χρειαστεί να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι για να τις ζήσεις.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Καππαδοκία
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Καππαδοκίᾱ | ||
| γενική | τῆς | Καππαδοκίᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Καππαδοκίᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Καππαδοκίᾱν | ||
| κλητική ὦ! | Καππαδοκίᾱ | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καππαδοκία < αρχαία περσική 𐎣𐎫𐎱𐎬𐎢𐎣 (katpatuka)
Συγγενικά
- Καππαδόκης
- καππαδοκίζω
Πηγές
- Καππαδοκία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Καππαδοκία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.