Καππαδόκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καππαδόκης | οι | Καππαδόκες |
| γενική | του | Καππαδόκη | των | Καππαδοκών |
| αιτιατική | τον | Καππαδόκη | τους | Καππαδόκες |
| κλητική | Καππαδόκη | Καππαδόκες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καππαδόκης < αρχαία ελληνική Καππαδόκης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.paˈðo.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καπ‐πα‐δό‐κης
Κύριο όνομα
Καππαδόκης αρσενικό (θηλυκό Καππαδόκισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από την Καππαδοκία
- ※ Η θάλασσα στους Καππαδόκες, που δεν έτυχε να ταξιδέψουν, είναι κάτι άγνωστο· οι Φαρασιώτες μάλιστα έχουν λησμονήσει, στο ελληνικό τους ιδίωμα, ακόμη και τη λέξη «θάλασσα» και χρησιμοποιούν την τούρκικη: «τενίζι».
- Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ (1977). Οι ελληνικές κοινότητες στη σύγχρονη Καππαδοκία. Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 1, 29–74.
- ※ Η θάλασσα στους Καππαδόκες, που δεν έτυχε να ταξιδέψουν, είναι κάτι άγνωστο· οι Φαρασιώτες μάλιστα έχουν λησμονήσει, στο ελληνικό τους ιδίωμα, ακόμη και τη λέξη «θάλασσα» και χρησιμοποιούν την τούρκικη: «τενίζι».
Συγγενικά
- καππαδοκικός
- → δείτε και τη λέξη Καππαδοκία
Μεταφράσεις
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καππαδοκία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Καππαδόκης | οἱ | Καππαδόκαι |
| γενική | τοῦ | Καππαδόκου | τῶν | Καππαδοκῶν |
| δοτική | τῷ | Καππαδόκῃ | τοῖς | Καππαδόκαις |
| αιτιατική | τὸν | Καππαδόκην | τοὺς | Καππαδόκᾱς |
| κλητική ὦ! | Καππαδόκη | Καππαδόκαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Καππαδόκᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Καππαδόκαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καππαδόκης < Καππαδοκ(ία) + -ης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Καππαδοκία
Πηγές
- Καππαδόκης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.