Ἠπειρώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἠπειρώτης | οἱ | Ἠπειρῶται |
| γενική | τοῦ | Ἠπειρώτου | τῶν | Ἠπειρωτῶν |
| δοτική | τῷ | Ἠπειρώτῃ | τοῖς | Ἠπειρώταις |
| αιτιατική | τὸν | Ἠπειρώτην | τοὺς | Ἠπειρώτᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἠπειρῶτᾰ | Ἠπειρῶται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἠπειρώτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἠπειρώταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- ἠπειρωτικός
- → δείτε τη λέξη Ἤπειρος
Πηγές
- ἠπειρώτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἠπειρώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.