Ἠπειρώτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἠπειρώτης οἱ Ἠπειρῶται
      γενική τοῦ Ἠπειρώτου τῶν Ἠπειρωτῶν
      δοτική τῷ Ἠπειρώτ τοῖς Ἠπειρώταις
    αιτιατική τὸν Ἠπειρώτην τοὺς Ἠπειρώτᾱς
     κλητική ! Ἠπειρῶτ Ἠπειρῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἠπειρώτ
γεν-δοτ τοῖν  Ἠπειρώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἠπειρώτης < Ἤπειρ(ος) + -ώτης.

Κύριο όνομα

Ἠπειρώτης αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.