ηπειρώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηπειρώτικος | η | ηπειρώτικη | το | ηπειρώτικο |
| γενική | του | ηπειρώτικου | της | ηπειρώτικης | του | ηπειρώτικου |
| αιτιατική | τον | ηπειρώτικο | την | ηπειρώτικη | το | ηπειρώτικο |
| κλητική | ηπειρώτικε | ηπειρώτικη | ηπειρώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηπειρώτικοι | οι | ηπειρώτικες | τα | ηπειρώτικα |
| γενική | των | ηπειρώτικων | των | ηπειρώτικων | των | ηπειρώτικων |
| αιτιατική | τους | ηπειρώτικους | τις | ηπειρώτικες | τα | ηπειρώτικα |
| κλητική | ηπειρώτικοι | ηπειρώτικες | ηπειρώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ηπειρώτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.