Ηπειρώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ηπειρώτισσα οι Ηπειρώτισσες
      γενική της Ηπειρώτισσας των Ηπειρωτισσών
    αιτιατική την Ηπειρώτισσα τις Ηπειρώτισσες
     κλητική Ηπειρώτισσα Ηπειρώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ηπειρώτισσα < Ηπειρώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Κύριο όνομα

Ηπειρώτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ηπειρώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.