Όλυμπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Όλυμπος | οι | Όλυμποι |
| γενική | του | Όλυμπου & Ολύμπου |
των | Όλυμπων & Ολύμπων |
| αιτιατική | τον | Όλυμπο | τους | Όλυμπους & Ολύμπους |
| κλητική | Όλυμπε | Όλυμποι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Όλυμπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ὄλυμπος
Κύριο όνομα
Όλυμπος αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.