Γροιλανδία

η σημαία της Γροιλανδίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γροιλανδία οι Γροιλανδίες
      γενική της Γροιλανδίας των Γροιλανδιών
    αιτιατική τη Γροιλανδία τις Γροιλανδίες
     κλητική Γροιλανδία Γροιλανδίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση της Γροιλανδίας.

Ετυμολογία

Γροιλανδία < παλαιά νορβηγική Grœnland < grœnn (πράσινος) + land (γη) (πράσινη γη, ονομασία που έδωσαν οι πρώτοι Σκανδιναβοί οικιστές της με την ελπίδα να προσελκύσουν κι άλλους)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾi.lanˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γροιλανδία

Κύριο όνομα

Γροιλανδία θηλυκό

  1. κράτος της Αρκτικής με καθεστώς αυτοδιάθεσης, που ανήκει στη Δανία, με πρωτεύουσα το Νουούκ και επίσημες γλώσσες τα γροιλανδικά και τα δανικά. Γεωγραφικά ανήκει στην Αμερική, ενώ πολιτικά, στην Ευρώπη
  2. το ομώνυμο νησί στο οποίο βρίσκεται το κράτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.