Γροιλανδός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γροιλανδός | οι | Γροιλανδοί |
| γενική | του | Γροιλανδού | των | Γροιλανδών |
| αιτιατική | τον | Γροιλανδό | τους | Γροιλανδούς |
| κλητική | Γροιλανδέ | Γροιλανδοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γροιλανδός < Γροιλανδία
Ουσιαστικό
Γροιλανδός αρσενικό (θηλυκό Γροιλανδή)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Γροιλανδία
Μεταφράσεις
Γροιλανδός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.