αυτοδιάθεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοδιάθεση οι αυτοδιαθέσεις
      γενική της αυτοδιάθεσης* των αυτοδιαθέσεων
    αιτιατική την αυτοδιάθεση τις αυτοδιαθέσεις
     κλητική αυτοδιάθεση αυτοδιαθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοδιαθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοδιάθεση < αυτο- + διάθεση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autodétermination)

Ουσιαστικό

αυτοδιάθεση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.