Γρηγόριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γρηγόριος | οι | Γρηγόριοι |
| γενική | του | Γρηγορίου | των | Γρηγορίων |
| αιτιατική | τον | Γρηγόριο | τους | Γρηγορίους |
| κλητική | Γρηγόριε | Γρηγόριοι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γρηγόριος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Γρηγόριος[1] [2] < γρηγορέω / γρηγορῶ[1] < αρχαία ελληνική ἐγρήγορα, παρακείμενος τού ἐγείρω < πρωτοελληνική *egéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾiˈɣo.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γρη‐γό‐ρι‐ος
Μεταφράσεις
Γρηγόριος
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Γρηγόριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.