Αἰγινιεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αἰγινιεύς οἱ Αἰγινιεῖς - Αἰγινιῆς*
      γενική τοῦ Αἰγινιέως
& Αἰγινιῶς
τῶν Αἰγινιέων
& Αἰγινιῶν
      δοτική τῷ Αἰγινιεῖ τοῖς Αἰγινιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Αἰγινιέ
& Αἰγινι
τοὺς Αἰγινιέᾱς
& Αἰγινιᾶς
     κλητική ! Αἰγινιεῦ Αἰγινιεῖς - Αἰγινιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αἰγινι1 ή Αἰγινιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Αἰγινιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αἰγινιεύς < Αἰγίνι(ον) + -εύς

Κύριο όνομα

Αἰγινιεύς αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.