Ἀσσυρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀσσυρίᾱ | ||
| γενική | τῆς | Ἀσσυρίᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Ἀσσυρίᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Ἀσσυρίᾱν | ||
| κλητική ὦ! | Ἀσσυρίᾱ | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀσσυρία < ακκαδική 𒀸𒋗𒁺𐎹 (Aššūrāyu) < 𒀸𒋩 (Aššur) η πρωτεύουσα του κράτους τους
- ιωνικός τύπος : Ἀσσυρίη
Πηγές
- Ἀσσυρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.