Ασσύρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ασσύρια | οι | Ασσύριες |
| γενική | της | Ασσύριας | των | Ασσυριών |
| αιτιατική | την | Ασσύρια | τις | Ασσύριες |
| κλητική | Ασσύρια | Ασσύριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ασσύρια < Ασσύρι(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈsi.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ασ‐σύ‐ρι‐α
Συγγενικά
- ασσυριακός
- → και δείτε τη λέξη Ασσυρία
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ασσύριος
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Ασσυρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.