λυχνία

Νέα ελληνικά (el)

Λυχνία πυρακτώσεως νήματος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυχνία οι λυχνίες
      γενική της λυχνίας των λυχνιών
    αιτιατική τη λυχνία τις λυχνίες
     κλητική λυχνία λυχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λυχνία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λυχνία θηλυκό (ηλεκτρολογία)

  1. συσκευή για την παραγωγή φωτός είτε ως ένδειξη λειτουργίας είτε για να φωτιστεί ένας χώρος, λαμπτήρας
  2. η λυχνία κενού (εξάρτημα ηλεκτρονικών συσκευών)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.