animus

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

animus (en)

  1. εχθρότητα
  2. κίνητρο
  3. πνεύμα



Εσπεράντο (eo)

Ρηματικός τύπος

animus (eo)

  • υποθετική του ρήματος animi



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

animus < πρωτοϊταλική *anamos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁mos < *h₂enh₁- (αναπνοή) (συγγενές με την αρχαία ελληνική ἄνεμος)

Ουσιαστικό

animus (la) αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική animus animī
γενική animī animōrum
δοτική animō animīs
αιτιατική animum animōs
κλητική anime animī
αφαιρετική animō animīs
(β' κλίση)

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.