ηλεκτρική σκούπα

Νέα ελληνικά (el)

μια ηλεκτρική σκούπα

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  ηλεκτρικός και σκούπα

Πολυλεκτικός όρος

ηλεκτρική σκούπα θηλυκό

  • ηλεκτρική συσκευή που καθαρίζει επιφάνειες ρουφώντας τη σκόνη ή μικρά σκουπιδάκια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.