vacuole
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία en
- vacuole < γαλλική vacuole < μεσαιωνική λατινική vacuola, υποκοριστικό του vacuus < λατινική vacuus (κενός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvakjʊəʊl/
Ουσιαστικό
vacuole (en)
- (βιολογία)
- χώρος ή κυστίδιο σε κυτταρόπλασμα κυττάρου, που περικλείεται από μεμβράνη και συνήθως περιέχει υγρό
- μικρή κοιλότητα ή χώρος σε ιστό, ιδιαίτερα σε νευρικό ιστό, ως αποτέλεσμα ασθένειας
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.kɥɔl/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| vacuole | vacuoles |
vacuole (fr) θηλυκό
- μικρό κενό
- (βιολογία)
- χώρος ή κυστίδιο σε κυτταρόπλασμα κυττάρου, που περικλείεται από μεμβράνη και συνήθως περιέχει υγρό
- μικρή κοιλότητα ή χώρος σε ιστό, ιδιαίτερα σε νευρικό ιστό, ως αποτέλεσμα ασθένειας
- vacuome
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.