vacuole

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία en

vacuole < γαλλική vacuole < μεσαιωνική λατινική vacuola, υποκοριστικό του vacuus < λατινική vacuus ‎(κενός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvakjʊəʊl/

Ουσιαστικό

vacuole (en)

  • (βιολογία)
  1. χώρος ή κυστίδιο σε κυτταρόπλασμα κυττάρου, που περικλείεται από μεμβράνη και συνήθως περιέχει υγρό
  2. μικρή κοιλότητα ή χώρος σε ιστό, ιδιαίτερα σε νευρικό ιστό, ως αποτέλεσμα ασθένειας

Συγγενικά



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

vacuole < λατινική vacuum

Προφορά

ΔΦΑ : /va.kɥɔl/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
vacuole vacuoles

vacuole (fr) θηλυκό

  1. μικρό κενό
  2. (βιολογία)

  • vacuome
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.