μεταγωγέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταγωγέας οι μεταγωγείς
      γενική του μεταγωγέα των μεταγωγέων
    αιτιατική τον μεταγωγέα τους μεταγωγείς
     κλητική μεταγωγέα μεταγωγείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μεταγωγέας με θύρες Ethernet

Ετυμολογία

μεταγωγέας < μεταγωγή + -έας

Ουσιαστικό

μεταγωγέας αρσενικό

  1. (πληροφορική) υλικό δικτύωσης που συνδέει συσκευές σε ένα δίκτυο υπολογιστών πραγματοποιώντας μεταγωγή πακέτων για λήψη και προώθηση δεδομένων στη συσκευή προορισμού
    Υπερώνυμα: συσκευή δικτύου
  2. αυτός που κάνει τη μεταγωγή κρατουμένων από και προς τις φυλακές

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.