framework
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɹeɪm.wɜːk/
Ουσιαστικό
framework (en)
- το πλαίσιο
- (λογισμικό) πλαίσιο εργασίας, συλλογή έτοιμου επαναχρησιμοποιήσιμου κώδικα, που ενδεχομένως συνοδεύεται με βοηθητικά προγράμματα, παρέχοντας στον προγραμματιστή ένα συγκεκριμένο, τυποποιημένο, δοκιμασμένο τρόπο χρήσης του στην υλοποίηση μιας εφαρμογής
- ※ This framework offers suggestions, but doesn't enforce any dependencies or project layout.
- «Αυτό το πλαίσιο εργασίας προσφέρει προτάσεις, αλλά δεν επιβάλλει εξαρτήσεις ή διάταξη σχεδιασμού»
- ※ Using a Web framework enables us to develop secure and reliable Web applications very quickly in a standardized way, without having to reinvent the wheel.[1]
- «Χρησιμοποιόνας ένα Web πλαίσιο εργασίας μας δίδεται η δυνατότητα να αναπτύξουμε ασφαλείς και αξιόπιστες Web εφαρμογές πολύ γρήγορα με τυποποιημένο τρόπο, χωρίς να χρειάζεται να ανακαλύψουμε ξανά τον τροχό»
- ※ This framework offers suggestions, but doesn't enforce any dependencies or project layout.
- (πληροφορική) διαφορά με IDE και βιβλιοθήκη (library)
-
framework στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- (αγγλικά) A Complete Beginner's Guide to Django. Προσπέλαση 2020-04-01
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.