splitter
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| splitter | splitters |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsplɪtə/
Ουσιαστικό
splitter (en)
- (γενικότερα) αυτός ή αυτό που διαχωρίζει· διαχωριστής
- (προφορικό) επιστήμονας ο οποίος έχει την τάση διαχωρίζει τα αντικείμενα της έρευνάς του σε περισσότερες και μικρότερες κατηγορίες
- (τεχνολογία) διαχωριστής - διανεμητής, αντάπτορας ο οποίος διανέμει παράλληλα το ίδιο ακριβώς σήμα σε πολλές εξόδους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.