αντάπτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντάπτορας | οι | αντάπτορες |
| γενική | του | αντάπτορα | των | ανταπτόρων |
| αιτιατική | τον | αντάπτορα | τους | αντάπτορες |
| κλητική | αντάπτορα | αντάπτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αντάπτορας αρσενικό
- εξάρτημα που χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσο για να προσαρμοστούν δύο άλλα εξαρτήματα μεταξύ τους
- (ειδικότερα) ηλεκτρικό εξάρτημα που χρησιμεύει σε όσους έχουν ηλεκτρικές συσκευές με βύσματα συμβατά με πρίζες ενός συστήματος, για να μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν με πρίζες άλλου συστήματος (άλλης χώρας)
- ※ Θα χρειαστείτε οπωσδήποτε έναν αντάπτορα ρεύματος, για να μπορέσετε να προσαρμόσετε τα βύσματα των φορτιστών σας, στις αγγλικές πρίζες. (Λονδίνο: το «κέντρο» της Ευρώπης, screenmagazine.gr, ανάκτηση 18/12/2021, )
- ※ Οι πρίζες είναι διαφορετικές απ’ ό,τι στην Ελλάδα, προμηθευτείτε αντάπτορα για να φορτίζετε τις συσκευές σας (πιθανώς να έχουν στο ξενοδοχείο).(Ιαπωνία για αρχάριους, Καθημερινή, 6/3/2018, )
Συνώνυμα
- προσαρμογέας, προσαρμοστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.