καψαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καψαλίζω < καψάλα + -ίζω

Ρήμα

καψαλίζω (παθητική φωνή: καψαλίζομαι)

  • καίω κάτι ελαφρά, επιφανειακά
    καψάλισε το κοτόπουλο πριν το βράσεις, γιατί μπορεί να έχουν απομείνει τρίχες στο δέρμα του

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.