καψαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
καψαλίζω (παθητική φωνή: καψαλίζομαι)
- καίω κάτι ελαφρά, επιφανειακά
- καψάλισε το κοτόπουλο πριν το βράσεις, γιατί μπορεί να έχουν απομείνει τρίχες στο δέρμα του
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καψαλίζω | καψάλιζα | θα καψαλίζω | να καψαλίζω | καψαλίζοντας | |
| β' ενικ. | καψαλίζεις | καψάλιζες | θα καψαλίζεις | να καψαλίζεις | καψάλιζε | |
| γ' ενικ. | καψαλίζει | καψάλιζε | θα καψαλίζει | να καψαλίζει | ||
| α' πληθ. | καψαλίζουμε | καψαλίζαμε | θα καψαλίζουμε | να καψαλίζουμε | ||
| β' πληθ. | καψαλίζετε | καψαλίζατε | θα καψαλίζετε | να καψαλίζετε | καψαλίζετε | |
| γ' πληθ. | καψαλίζουν(ε) | καψάλιζαν καψαλίζαν(ε) |
θα καψαλίζουν(ε) | να καψαλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καψάλισα | θα καψαλίσω | να καψαλίσω | καψαλίσει | ||
| β' ενικ. | καψάλισες | θα καψαλίσεις | να καψαλίσεις | καψάλισε | ||
| γ' ενικ. | καψάλισε | θα καψαλίσει | να καψαλίσει | |||
| α' πληθ. | καψαλίσαμε | θα καψαλίσουμε | να καψαλίσουμε | |||
| β' πληθ. | καψαλίσατε | θα καψαλίσετε | να καψαλίσετε | καψαλίστε | ||
| γ' πληθ. | καψάλισαν καψαλίσαν(ε) |
θα καψαλίσουν(ε) | να καψαλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καψαλίσει | είχα καψαλίσει | θα έχω καψαλίσει | να έχω καψαλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καψαλίσει | είχες καψαλίσει | θα έχεις καψαλίσει | να έχεις καψαλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καψαλίσει | είχε καψαλίσει | θα έχει καψαλίσει | να έχει καψαλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καψαλίσει | είχαμε καψαλίσει | θα έχουμε καψαλίσει | να έχουμε καψαλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καψαλίσει | είχατε καψαλίσει | θα έχετε καψαλίσει | να έχετε καψαλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καψαλίσει | είχαν καψαλίσει | θα έχουν καψαλίσει | να έχουν καψαλίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.