επίσκεψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίσκεψη | οι | επισκέψεις |
| γενική | της | επίσκεψης* | των | επισκέψεων |
| αιτιατική | την | επίσκεψη | τις | επισκέψεις |
| κλητική | επίσκεψη | επισκέψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επισκέψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίσκεψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίσκεψις
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.sce.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐σκε‐ψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.