ποπ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ποπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική pop < σύντμηση του popular (λαϊκός, δημοφιλής) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpop/

Επίθετο

ποπ άκλιτο

  • που είναι ποπ
    ποπ τραγουδιστής, σταρ

Ουσιαστικό

ποπ θηλυκό άκλιτο

  • (μουσική) είδος ψυχαγωγικής μουσικής (ρυθμική, εύκολη στο άκουσμα, συχνά με στοιχεία ηλεκτρονικής) κυρίως της δεκαετίας του 1964
    μ' αρέσει ν' ακούω ποπ'

Συγγενικά

  • ποπ αρτ

  • pop classics

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.