επιρρέπεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιρρέπεια | οι | επιρρέπειες |
| γενική | της | επιρρέπειας | των | επιρρεπειών |
| αιτιατική | την | επιρρέπεια | τις | επιρρέπειες |
| κλητική | επιρρέπεια | επιρρέπειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιρρέπεια < αρχαία ελληνική ἐπιρρεπής + -ία
Μεταφράσεις
επιρρέπεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.