περιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιέργεια | οι | περιέργειες |
| γενική | της | περιέργειας | των | περιεργειών |
| αιτιατική | την | περιέργεια | τις | περιέργειες |
| κλητική | περιέργεια | περιέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιέργεια < μεσαιωνική ελληνική περιέργεια < αρχαία ελληνική περιεργία < περίεργος < περί + ἔργον
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈeɾ.ʝi.a/
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.