damn

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

damn < (κληρονομημένο) μέση αγγλική dampnen < παλαιά γαλλική dampner < λατινική damnare < damnum

Προφορά

ΔΦΑ : /dæm/
 
ομόηχο: dam

Επίθετο

damn (en) (και damned, ανεπίσημο, χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. καταραμένος, αναθεματισμένος, παλιο-/παλιό-, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να δείξουν ότι είναι ενοχλημένοι με κάποιον ή κάτι
    You damn fool!
    Καταραμένα βλάκα!
    This damn rain won’t stop.
    Αυτή η καταραμένη η βροχή δε λέει να σταματήσει.
    Damn moped, you broke down again!
    Καταραμένο μηχανάκι, πάλι χάλασες!
    Those damn mosquitoes!
    Αυτά τ' αναθεματισμένα τα κουνούπια!
    I can’t stand the damn phone! It keeps going “ring, ring”!
    Δεν το αντέχω το αναθεματισμένο το τηλέφωνο! Συνεχώς χτυπάει «ντριν, ντριν»!
    Shut the damn door!
    Κλείσε την παλιόπορτα!
  2. φοβερός, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να τονίσουν αυτό που λένε
    It’s a damn shame!
    Είναι φοβερός αίσχος!
    He was in a damn hurry.
    Ήταν φοβερά βιαστικός.

Επίρρημα

damn (en) (και damned, ανεπίσημο, χωρίς παραθετικά)

  1. διαολεμένα, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να δείξουν ότι είναι ενοχλημένοι με κάποιον ή κάτι
    The wind is blowing damn hard!
    Φυσάει διαβολεμένα!
  2. τρομερός, φοβερός, πάρα πολύ, διαβολεμένος, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να τονίσουν αυτό που λένε
    It was damn cold!
    Έκανε τρομερό κρύο!
    He’s damn good!
    Είναι τρομερός!
    He’s damn rich.
    Είναι φοβερά πλούσιος.
    It was a damn huge loss.
    Ήταν φοβερή απώλεια.
    It was a damn good book!
    Ήταν πολύ καλό βιβλίο!
    It was damn hot!
    Έκανε διαβολεμένη ζέστη!

Επιφώνημα

damn (en) (ανεπίσημο)

  • (για απογοήτευση, εκνευρισμό, θυμό) αμάν, γαμώτο, ανάθεμα, να πάει στο διάολο
    Damn! I forgot the keys. We’re going back…
    Αμάν! Ξέχασα τα κλειδιά. Γυρνάμε πίσω…
    Damn it!
    Ανάθεμα το!

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
damn damns

damn (en)

  1. ελάχιστη προσοχή
    I don’t give a damn.
    Δε δίνω δυάρα./Δε δίνω δεκάρα.
  2. αμελητέα ποσότητα, πολύ μικρή αξία
    It’s not worth a damn.
    Δεν αξίζει πεντάρα!

Ρήμα

damn (en)

  1. καταδικάζω, στιγματίζω, σταμπάρω
    I’m afraid that if I speak out on this, I’ll be damned as a troublemaker. λείπει η μετάφραση
  2. (θρησκεία) καταδικάζω κάποιον να πάει στην κόλαση
  3. (υβριστικό) καταριέμαι
    That man stole my wallet. Damn him! λείπει η μετάφραση

Εκφράσεις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.