damn
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- damn < (κληρονομημένο) μέση αγγλική dampnen < παλαιά γαλλική dampner < λατινική damnare < damnum
Επίθετο
damn (en) (και damned, ανεπίσημο, χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- καταραμένος, αναθεματισμένος, παλιο-/παλιό-, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να δείξουν ότι είναι ενοχλημένοι με κάποιον ή κάτι
- ↪ You damn fool!
- Καταραμένα βλάκα!
- ↪ This damn rain won’t stop.
- Αυτή η καταραμένη η βροχή δε λέει να σταματήσει.
- ↪ Damn moped, you broke down again!
- Καταραμένο μηχανάκι, πάλι χάλασες!
- ↪ Those damn mosquitoes!
- Αυτά τ' αναθεματισμένα τα κουνούπια!
- ↪ I can’t stand the damn phone! It keeps going “ring, ring”!
- Δεν το αντέχω το αναθεματισμένο το τηλέφωνο! Συνεχώς χτυπάει «ντριν, ντριν»!
- ↪ Shut the damn door!
- Κλείσε την παλιόπορτα!
- ↪ You damn fool!
- φοβερός, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να τονίσουν αυτό που λένε
- ↪ It’s a damn shame!
- Είναι φοβερός αίσχος!
- ↪ He was in a damn hurry.
- Ήταν φοβερά βιαστικός.
- ↪ It’s a damn shame!
Επίρρημα
damn (en) (και damned, ανεπίσημο, χωρίς παραθετικά)
- διαολεμένα, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να δείξουν ότι είναι ενοχλημένοι με κάποιον ή κάτι
- ↪ The wind is blowing damn hard!
- Φυσάει διαβολεμένα!
- ↪ The wind is blowing damn hard!
- τρομερός, φοβερός, πάρα πολύ, διαβολεμένος, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να τονίσουν αυτό που λένε
- ↪ It was damn cold!
- Έκανε τρομερό κρύο!
- ↪ He’s damn good!
- Είναι τρομερός!
- ↪ He’s damn rich.
- Είναι φοβερά πλούσιος.
- ↪ It was a damn huge loss.
- Ήταν φοβερή απώλεια.
- ↪ It was a damn good book!
- Ήταν πολύ καλό βιβλίο!
- ↪ It was damn hot!
- Έκανε διαβολεμένη ζέστη!
- ↪ It was damn cold!
Επιφώνημα
damn (en) (ανεπίσημο)
Ρήμα
damn (en)
- καταδικάζω, στιγματίζω, σταμπάρω
- ↪ I’m afraid that if I speak out on this, I’ll be damned as a troublemaker. → λείπει η μετάφραση
- (θρησκεία) καταδικάζω κάποιον να πάει στην κόλαση
- (υβριστικό) καταριέμαι
- ↪ That man stole my wallet. Damn him! → λείπει η μετάφραση
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.