κόλαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κόλαση | οι | κολάσεις |
| γενική | της | κόλασης* | των | κολάσεων |
| αιτιατική | την | κόλαση | τις | κολάσεις |
| κλητική | κόλαση | κολάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κολάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόλαση < αρχαία ελληνική κόλασις < κολάζω (τιμωρώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.la.si/
Ουσιαστικό
κόλαση θηλυκό
- (θρησκεία) ο τόπος όπου, κατά τους χριστιανούς, τιμωρούνται μετά το θάνατο οι ψυχές των αμαρτωλών ανθρώπων
- (μεταφορικά) αβάσταχτα σκληρές συνθήκες
- η ζωή μου έχει γίνει μία κόλαση
- (μεταφορικά) μεγάλο ξεφάντωμα, απίστευτο γλέντι
- μαζευτήκανε 50 άτομα στο πάρτι και έγινε ... κόλαση!
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κόλαση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.