ανάθεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάθεμα τα αναθέματα
      γενική του αναθέματος των αναθεμάτων
    αιτιατική το ανάθεμα τα αναθέματα
     κλητική ανάθεμα αναθέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάθεμα < (ελληνιστική κοινή) ἀνάθεμα

Ουσιαστικό

ανάθεμα ουδέτερο

  1. η κατάρα
  2. ο αφορισμός εντός της εκκλησιαστικής κοινωνίας
  3. (παρωχημένο) σωρός από πέτρες που έριχναν οι διαβάτες, σε τόπο εγκλήματος, λέγοντας "ανάθεμα" (αφιέρωμα)
     συνώνυμα: αναθεματούρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.