πώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πώς < αρχαία ελληνική πῶς

Επίρρημα

πώς

  1. με ποια μέθοδο, κάνοντας ποια συγκεκριμένα πράγματα
    Πώς μπορώ να ετοιμαστώ αποτελεσματικά για τις εξετάσεις;
    Την ρώτησε πώς μπορεί να προετοιμαστεί αποτελεσματικά για τις εξετάσεις.
  2. λέγεται όταν θέλει κάποιος να μάθει την αιτία κάποιου πράγματος, να μάθει γιατί συνέβη κάτι (συχνά σε ρητορική ερώτηση)
    Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι;
  3. με ποιον τρόπο
    Πώς κοιμάσαι τα βράδια, βαθιά ή με πολλές διακοπές;
    Πώς πάνε τα πράγματα, καλά;

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.